προαστισμός

προαστισμός
ο, Ν
(κοινων.) το φαινόμενο τής εξόδου ενός αστικού πληθυσμού από το κέντρο τής πόλης και τής εγκατάστασής του σε προάστια υψηλής στάθμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”